Definify.com
Definition 2024
αστεροειδής
αστεροειδής
Greek
Adjective
αστεροειδής • (asteroeidís) m (feminine αστεροειδής, neuter αστεροειδές)
Declension
positive forms of αστεροειδής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστεροειδής | αστεροειδής | αστεροειδές | αστεροειδείς | αστεροειδείς | αστεροειδή |
genitive | αστεροειδούς | αστεροειδούς | αστεροειδούς | αστεροειδών | αστεροειδών | αστεροειδών |
accusative | αστεροειδή | αστεροειδή | αστεροειδές | αστεροειδείς | αστεροειδείς | αστεροειδή |
Related terms
- αστεροειδής γλυκάνισος m (asteroeidís glykánisos, “star anise”)
- αστεροειδής κινητήρας m (asteroeidís kinitíras, “radial engine”)
Noun
αστεροειδής • (asteroeidís) m (plural αστεροειδείς)
Declension
- see above