Definify.com
Definition 2025
αστιγματικός
αστιγματικός
Greek
Adjective
αστιγματικός • (astigmatikós) m (feminine αστιγματική, neuter αστιγματικό)
- astigmatic, suffering from astigmatism.
Declension
positive forms of αστιγματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αστιγματικός | αστιγματική | αστιγματικό | αστιγματικοί | αστιγματικές | αστιγματικά |
| genitive | αστιγματικού | αστιγματικής | αστιγματικού | αστιγματικών | αστιγματικών | αστιγματικών |
| accusative | αστιγματικό | αστιγματική | αστιγματικό | αστιγματικούς | αστιγματικές | αστιγματικά |
| vocative | αστιγματικέ | αστιγματική | αστιγματικό | αστιγματικοί | αστιγματικές | αστιγματικά |