Definify.com

Definition 2024


αυξομειώνομαι

αυξομειώνομαι

Greek

Verb

αυξομειώνομαι (afxomeiónomai) (simple past αυξομειώθηκα, active form αυξομειώνω, passive)

  1. passive of αυξομειώνω (afxomeióno)

Conjugation