Definify.com
Definition 2024
αυστηρότητα
αυστηρότητα
Greek
Noun
αυστηρότητα • (afstirótita) f (plural αυστηρότητες)
Declension
declension of αυστηρότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυστηρότητα | αυστηρότητες |
genitive | αυστηρότητας | αυστηροτήτων |
accusative | αυστηρότητα | αυστηρότητες |
vocative | αυστηρότητα | αυστηρότητες |
Related terms
- see: αυστηρός (afstirós, “strict”)