Definify.com
Definition 2024
αυστηρός
αυστηρός
See also: αὐστηρός
Greek
Adjective
αυστηρός • (afstirós) m (feminine αυστηρή or αυστηρά, neuter αυστηρό)
Declension
positive forms of αυστηρός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυστηρός | αυστηρή / αυστηρά | αυστηρό | αυστηροί | αυστηρές | αυστηρά |
genitive | αυστηρού | αυστηρής / αυστηράς | αυστηρού | αυστηρών | αυστηρών | αυστηρών |
accusative | αυστηρό | αυστηρή / αυστηρά | αυστηρό | αυστηρούς | αυστηρές | αυστηρά |
vocative | αυστηρέ | αυστηρή / αυστηρά | αυστηρό | αυστηροί | αυστηρές | αυστηρά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυστηρός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυστηρός, etc.) |
|||||
notes | Those in -ά are learned forms. |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυστηρότερος | αυστηρότερη | αυστηρότερο | αυστηρότεροι | αυστηρότερες | αυστηρότερα |
genitive | αυστηρότερου | αυστηρότερης | αυστηρότερου | αυστηρότερων | αυστηρότερων | αυστηρότερων |
accusative | αυστηρότερο | αυστηρότερη | αυστηρότερο | αυστηρότερους | αυστηρότερες | αυστηρότερα |
vocative | αυστηρότερε | αυστηρότερη | αυστηρότερο | αυστηρότεροι | αυστηρότερες | αυστηρότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αυστηρότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυστηρότατος | αυστηρότατη | αυστηρότατο | αυστηρότατοι | αυστηρότατες | αυστηρότατα |
genitive | αυστηρότατου | αυστηρότατης | αυστηρότατου | αυστηρότατων | αυστηρότατων | αυστηρότατων |
accusative | αυστηρότατο | αυστηρότατη | αυστηρότατο | αυστηρότατους | αυστηρότατες | αυστηρότατα |
vocative | αυστηρότατε | αυστηρότατη | αυστηρότατο | αυστηρότατοι | αυστηρότατες | αυστηρότατα |
Related terms
- αυστηρότητα f (afstirótita, “strictness”)
- αυστηρώς (afstirós, “strictly”)