Definify.com

Definition 2024


αυτοκρατορία

αυτοκρατορία

Greek

Noun

αυτοκρατορία (aftokratoría) f (plural αυτοκρατορίες)

  1. empire
    ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Roman empire)

Declension

Related terms

Coordinate terms

  • δεσποτεία f (despoteía, despotism)