Definify.com
Definition 2025
αυτοκρατορικός
αυτοκρατορικός
Greek
Adjective
αυτοκρατορικός • (aftokratorikós) m (feminine αυτοκρατορική, neuter αυτοκρατορικό)
Declension
 positive forms of αυτοκρατορικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αυτοκρατορικός | αυτοκρατορική | αυτοκρατορικό | αυτοκρατορικοί | αυτοκρατορικές | αυτοκρατορικά | 
| genitive | αυτοκρατορικού | αυτοκρατορικής | αυτοκρατορικού | αυτοκρατορικών | αυτοκρατορικών | αυτοκρατορικών | 
| accusative | αυτοκρατορικό | αυτοκρατορική | αυτοκρατορικό | αυτοκρατορικούς | αυτοκρατορικές | αυτοκρατορικά | 
| vocative | αυτοκρατορικέ | αυτοκρατορική | αυτοκρατορικό | αυτοκρατορικοί | αυτοκρατορικές | αυτοκρατορικά | 
| derivations |  comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτοκρατορικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτοκρατορικός, etc.)  | 
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αυτοκρατορικότερος | αυτοκρατορικότερη | αυτοκρατορικότερο | αυτοκρατορικότεροι | αυτοκρατορικότερες | αυτοκρατορικότερα | 
| genitive | αυτοκρατορικότερου | αυτοκρατορικότερης | αυτοκρατορικότερου | αυτοκρατορικότερων | αυτοκρατορικότερων | αυτοκρατορικότερων | 
| accusative | αυτοκρατορικότερο | αυτοκρατορικότερη | αυτοκρατορικότερο | αυτοκρατορικότερους | αυτοκρατορικότερες | αυτοκρατορικότερα | 
| vocative | αυτοκρατορικότερε | αυτοκρατορικότερη | αυτοκρατορικότερο | αυτοκρατορικότεροι | αυτοκρατορικότερες | αυτοκρατορικότερα | 
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αυτοκρατορικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αυτοκρατορικότατος | αυτοκρατορικότατη | αυτοκρατορικότατο | αυτοκρατορικότατοι | αυτοκρατορικότατες | αυτοκρατορικότατα | 
| genitive | αυτοκρατορικότατου | αυτοκρατορικότατης | αυτοκρατορικότατου | αυτοκρατορικότατων | αυτοκρατορικότατων | αυτοκρατορικότατων | 
| accusative | αυτοκρατορικότατο | αυτοκρατορικότατη | αυτοκρατορικότατο | αυτοκρατορικότατους | αυτοκρατορικότατες | αυτοκρατορικότατα | 
| vocative | αυτοκρατορικότατε | αυτοκρατορικότατη | αυτοκρατορικότατο | αυτοκρατορικότατοι | αυτοκρατορικότατες | αυτοκρατορικότατα | 
Related terms
- αυτοκρατορία f (aftokratoría, “empire”)
 
See also
- αυταρχικός (aftarchikós, “autocratic”)