Definify.com
Definition 2025
αυτοματικός
αυτοματικός
Greek
Adjective
αυτοματικός • (aftomatikós) m (feminine αυτοματική, neuter αυτοματικό)
Declension
positive forms of αυτοματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αυτοματικός | αυτοματική | αυτοματικό | αυτοματικοί | αυτοματικές | αυτοματικά |
| genitive | αυτοματικού | αυτοματικής | αυτοματικού | αυτοματικών | αυτοματικών | αυτοματικών |
| accusative | αυτοματικό | αυτοματική | αυτοματικό | αυτοματικούς | αυτοματικές | αυτοματικά |
| vocative | αυτοματικέ | αυτοματική | αυτοματικό | αυτοματικοί | αυτοματικές | αυτοματικά |
Synonyms
- αυτόματος (aftómatos)