Definify.com
Definition 2025
αφορολόγητος
αφορολόγητος
Greek
Adjective
αφορολόγητος • (aforológitos) m (feminine αφορολόγητη, neuter αφορολόγητο)
Declension
positive forms of αφορολόγητος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφορολόγητος | αφορολόγητη | αφορολόγητο | αφορολόγητοι | αφορολόγητες | αφορολόγητα |
genitive | αφορολόγητου | αφορολόγητης | αφορολόγητου | αφορολόγητων | αφορολόγητων | αφορολόγητων |
accusative | αφορολόγητο | αφορολόγητη | αφορολόγητο | αφορολόγητους | αφορολόγητες | αφορολόγητα |
vocative | αφορολόγητε | αφορολόγητη | αφορολόγητο | αφορολόγητοι | αφορολόγητες | αφορολόγητα |
Related terms
- αφορολόγητα f (aforológita, “duty-free goods”)
- αδασμολόγητος (adasmológitos, “duty-free”)