Definify.com

Definition 2024


βαπτιστικό

βαπτιστικό

Greek

Adjective

βαπτιστικό (vaptistikó)

  1. Accusative masculine singular form of βαπτιστικός (vaptistikós).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of βαπτιστικός (vaptistikós).