Definify.com
Definition 2025
βαφτιστικός
βαφτιστικός
Greek
Adjective
βαφτιστικός • (vaftistikós) m (feminine βαφτιστική, neuter βαφτιστικό)
- Alternative form of βαπτιστικός (vaptistikós)
Declension
positive forms of βαφτιστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βαφτιστικός | βαφτιστική | βαφτιστικό | βαφτιστικοί | βαφτιστικές | βαφτιστικά |
| genitive | βαφτιστικού | βαφτιστικής | βαφτιστικού | βαφτιστικών | βαφτιστικών | βαφτιστικών |
| accusative | βαφτιστικό | βαφτιστική | βαφτιστικό | βαφτιστικούς | βαφτιστικές | βαφτιστικά |
| vocative | βαφτιστικέ | βαφτιστική | βαφτιστικό | βαφτιστικοί | βαφτιστικές | βαφτιστικά |