Definify.com

Definition 2024


βγάζω

βγάζω

Greek

Alternative forms

  • βγάνω (vgáno)

Verb

βγάζω (vgázo) (simple past έβγαλα, passive form βγάζομαι)

  1. take off, remove
    Βγάζει το σακάκι του.Vgázei to sakáki tou. ― He takes off his jacket.
  2. take out, remove
    Βγάζω τα ρούχα από την ντουλάπα.Vgázo ta roúcha apó tin doulápa. ― I take the clothes from the wardrobe.
  3. eject, kick out
  4. produce
    Αυτή μηχανή βγάζει 1000 κομμάτια τη μέρα.Aftí michaní vgázei 1000 kommátia ti méra. ― This machine produces 1000 pieces a day.
    1. earn
    2. devise, contrive
  5. (liquids): appear, flow
  6. (judicial): conclude

Conjugation

See also

Antonyms

Related terms

  • βγάζω τα προς το ζην (vgázo ta pros to zin)
  • τα βγάζουμε (ta vgázoume)
  • τα βγάζω πέρα (ta vgázo péra)
  • βγάζω τ' άντερά μου (vgázo t' ánterá mou)
  • βγάζω τα συκώτια μου (vgázo ta sykótia mou)
  • βγάζω λαγό (vgázo lagó)
  • βγάζω δόντι (vgázo dónti)
  • βγάζω το φίδι απ΄την τρύπα (vgázo to fídi ap΄tin trýpa)
  • βγάζω τα κάστανα απ΄τη φωτιά (vgázo ta kástana ap΄ti fotiá)
  • βγάζω λόγο (vgázo lógo)
  • βγάζω από τα σκοτάδια (vgázo apó ta skotádia)
  • βγάζω από τη μέση (vgázo apó ti mési)
  • βγάζω από το μυαλό μου (vgázo apó to myaló mou)
  • βγάζω την πέπελη (vgázo tin pépeli)
  • βγάζω τα μάτια μου (vgázo ta mátia mou)
  • βγάζω τον σκασμό (vgázo ton skasmó)
  • βγάζω τα σωθικά μου (vgázo ta sothiká mou)
  • βγάζω σπυριά (vgázo spyriá)
  • βγάζω στο σφυρί (vgázo sto sfyrí)
  • βγάζω στη φόρα (vgázo sti fóra)
  • βγάζω βρόμα (vgázo vróma)
  • βγάζω προς τα έξω (vgázo pros ta éxo)
  • βγάζω φωτογραφία (vgázo fotografía)
  • βγάζω όνομα (vgázo ónoma)
  • βγάζω ψεύτη (vgázo pséfti)
  • βγάζω το λάδι (vgázo to ládi)
  • βγάζω το όνομα (vgázo to ónoma)
  • βγάζω τον Χριστό (vgázo ton Christó)
  • βγάζω την Παναγία (vgázo tin Panagía)
  • βγάζω την πίστη (vgázo tin písti)
  • βγάζω ξινό (vgázo xinó)
  • βγάζω απ' τη μύτη (vgázo ap' ti mýti)
  • βγάζω την ουρά μου απέξω (vgázo tin ourá mou apéxo)
  • βγάζω απ' τη μύγα ξίγκι (vgázo ap' ti mýga xínki)
  • τη βγάζω (ti vgázo)
  • τη βγάζω καθαρή (ti vgázo katharí)
  • τη βγάζω δεν τη βγάζω (ti vgázo den ti vgázo)
  • βγάζω στο κλαρί (vgázo sto klarí)
  • βγάζω στο πεζοδρόμιο (vgázo sto pezodrómio)
  • ο Θεός να με βγάλει ψεύτη (o Theós na me vgálei pséfti)
  • του βγάζω τα λόγια με το τσιγκέλι (tou vgázo ta lógia me to tsinkéli)
  • του βγάζω τα λόγια με την τσιμπίδα (tou vgázo ta lógia me tin tsimpída)
  • βγάζω απ' το μυαλό μου (vgázo ap' to myaló mou)