Definify.com
Definition 2025
βεβαιωτικός
βεβαιωτικός
Greek
Adjective
βεβαιωτικός • (vevaiotikós) m (feminine βεβαιωτική, neuter βεβαιωτικό)
Declension
positive forms of βεβαιωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βεβαιωτικός | βεβαιωτική | βεβαιωτικό | βεβαιωτικοί | βεβαιωτικές | βεβαιωτικά |
genitive | βεβαιωτικού | βεβαιωτικής | βεβαιωτικού | βεβαιωτικών | βεβαιωτικών | βεβαιωτικών |
accusative | βεβαιωτικό | βεβαιωτική | βεβαιωτικό | βεβαιωτικούς | βεβαιωτικές | βεβαιωτικά |
vocative | βεβαιωτικέ | βεβαιωτική | βεβαιωτικό | βεβαιωτικοί | βεβαιωτικές | βεβαιωτικά |
Synonyms
- βεβαιωτ. (vevaiot.) (abbreviation)
Related terms
- see: βέβαιος (vévaios, “certain, sure”)