Definify.com
Definition 2025
βεβαιότεροι
βεβαιότεροι
Greek
Adjective
βεβαιότεροι • (vevaióteroi)
- Nominative masculine plural, comparative form of βέβαιος (vévaios).
- Vocative masculine plural, comparative form of βέβαιος (vévaios).
βεβαιότεροι • (vevaióteroi)