Definify.com
Definition 2024
βελανίδι
βελανίδι
Greek
Alternative forms
- βαλανίδι (valanídi)
- (Frequency comparison: βελανίδι (velanídi): 93%, βαλανίδι (valanídi): 7% source: Google Ελλάς , November 2012)
Noun
βελανίδι • (velanídi) n (plural βελανίδια)
- acorn (fruit of the oak tree)
Declension
declension of βελανίδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βελανίδι | βελανίδια |
genitive | βελανιδιού | βελανιδιών |
accusative | βελανίδι | βελανίδια |
vocative | βελανίδι | βελανίδια |
Related terms
- βελανιδιά f (velanidiá, “oak tree”)