Definify.com
Definition 2024
βελανιδιές
βελανιδιές
Greek
Noun
βελανιδιές • (velanidiés) f
- Nominative plural form of βελανιδιά (velanidiá).
- Accusative plural form of βελανιδιά (velanidiá).
- Vocative plural form of βελανιδιά (velanidiá).
βελανιδιές • (velanidiés) f