Definify.com

Definition 2024


βιομηχανικό

βιομηχανικό

Greek

Adjective

βιομηχανικό (viomichanikó)

  1. Accusative masculine singular form of βιομηχανικός (viomichanikós).
  2. Nominative neuter singular form of βιομηχανικός (viomichanikós).
  3. Accusative neuter singular form of βιομηχανικός (viomichanikós).
  4. Vocative neuter singular form of βιομηχανικός (viomichanikós).