Definify.com
Definition 2025
βοιωτικός
βοιωτικός
Greek
Adjective
βοιωτικός • (voiotikós) m
Declension
positive forms of βοιωτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βοιωτικός | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικοί | βοιωτικές | βοιωτικά |
| genitive | βοιωτικού | βοιωτικής | βοιωτικού | βοιωτικών | βοιωτικών | βοιωτικών |
| accusative | βοιωτικό | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικούς | βοιωτικές | βοιωτικά |
| vocative | βοιωτικέ | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικοί | βοιωτικές | βοιωτικά |