Definify.com
Definition 2025
βομβαρδίζω
βομβαρδίζω
Greek
Noun
βομβαρδίζω • (vomvardízo) (simple past βομβάρδισα, passive form βομβαρδίζομαι)
Conjugation
βομβαρδίζω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | βομβαρδίζω | βομβάρδιζα | θα βομβαρδίζω | να βομβαρδίζω | |
| 2s | βομβαρδίζεις | βομβάρδιζες | θα βομβαρδίζεις | να βομβαρδίζεις | βομβάρδιζε |
| 3s | βομβαρδίζει | βομβάρδιζε | θα βομβαρδίζει | να βομβαρδίζει | |
| 1p | βομβαρδίζουμε, βομβαρδίζομε | βομβαρδίζαμε | θα βομβαρδίζουμε, βομβαρδίζομε | να βομβαρδίζουμε, βομβαρδίζομε | |
| 2p | βομβαρδίζετε | βομβαρδίζατε | θα βομβαρδίζετε | να βομβαρδίζετε | βομβαρδίζετε |
| 3p | βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουνε | βομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν, βομβαρδίζανε | θα βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουνε | να βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | βομβαρδίσω | βομβάρδισα | θα βομβαρδίσω | να βομβαρδίσω | |
| 2s | βομβαρδίσεις | βομβάρδισες | θα βομβαρδίσεις | να βομβαρδίσεις | βομβάρδισε |
| 3s | βομβαρδίσει | βομβάρδισε | θα βομβαρδίσει | να βομβαρδίσει | |
| 1p | βομβαρδίσουμε, βομβαρδίσομε | βομβαρδίσαμε | θα βομβαρδίσουμε, βομβαρδίσομε | να βομβαρδίσουμε, βομβαρδίσομε | |
| 2p | βομβαρδίσετε | βομβαρδίσατε | θα βομβαρδίσετε | να βομβαρδίσετε | βομβαρδίστε |
| 3p | βομβαρδίσουν, βομβαρδίσουνε | βομβάρδισαν, βομβαρδίσαν, βομβαρδίσανε | θα βομβαρδίσουν, βομβαρδίσουνε | να βομβαρδίσουν, βομβαρδίσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω βομβαρδίσει | είχα βομβαρδίσει | θα έχω βομβαρδίσει | να έχω βομβαρδίσει | |
| 2s | έχεις βομβαρδίσει | είχες βομβαρδίσει | θα έχεις βομβαρδίσει | να έχεις βομβαρδίσει | |
| 3s | έχει βομβαρδίσει | είχε βομβαρδίσει | θα έχει βομβαρδίσει | να έχει βομβαρδίσει | |
| 1p | έχουμε βομβαρδίσει | είχαμε βομβαρδίσει | θα έχουμε βομβαρδίσει | να έχουμε βομβαρδίσει | |
| 2p | έχετε βομβαρδίσει | είχατε βομβαρδίσει | θα έχετε βομβαρδίσει | να έχετε βομβαρδίσει | |
| 3p | έχουν βομβαρδίσει | είχαν βομβαρδίσει | θα έχουν βομβαρδίσει | να έχουν βομβαρδίσει | |
| Participle: | βομβαρδίζοντας | Non-finite ‡ | βομβαρδίσει | 33, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- βομβαρδισμός m (vomvardismós, “bombardment”)
- μπομπάρδα f (bompárda, “cannon, bombard”)