Definify.com
Definition 2025
βορειοανατολικός
βορειοανατολικός
See also: βορειοανατολικώς
Greek
Adjective
βορειοανατολικός • (voreioanatolikós) m (feminine βορειοανατολική, neuter βορειοανατολικό)
Declension
positive forms of βορειοανατολικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | βορειοανατολικός | βορειοανατολική | βορειοανατολικό | βορειοανατολικοί | βορειοανατολικές | βορειοανατολικά |
| genitive | βορειοανατολικού | βορειοανατολικής | βορειοανατολικού | βορειοανατολικών | βορειοανατολικών | βορειοανατολικών |
| accusative | βορειοανατολικό | βορειοανατολική | βορειοανατολικό | βορειοανατολικούς | βορειοανατολικές | βορειοανατολικά |
| vocative | βορειοανατολικέ | βορειοανατολική | βορειοανατολικό | βορειοανατολικοί | βορειοανατολικές | βορειοανατολικά |