Definify.com

Definition 2024


βουτυρώνομαι

βουτυρώνομαι

Greek

Verb

βουτυρώνομαι (voutyrónomai) (simple past βουτυρώθηκα, active form βουτυρώνω, passive)

  1. passive of βουτυρώνω (voutyróno)

Conjugation