Definify.com
Definition 2024
βρώμικος
βρώμικος
Greek
Alternative forms
- βρόμικος (vrómikos)
Adjective
βρώμικος • (vrómikos) m (feminine βρώμικια or βρώμικη, neuter βρώμικο)
Declension
positive forms of βρώμικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρώμικος | βρώμικη / βρώμικια | βρώμικο | βρώμικοι | βρώμικες | βρώμικα |
genitive | βρώμικου | βρώμικης / βρώμικιας | βρώμικου | βρώμικων | βρώμικων | βρώμικων |
accusative | βρώμικο | βρώμικη / βρώμικια | βρώμικο | βρώμικους | βρώμικες | βρώμικα |
vocative | βρώμικε | βρώμικη / βρώμικια | βρώμικο | βρώμικοι | βρώμικες | βρώμικα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρώμικος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρώμικος, etc.) |