Definify.com
Definition 2024
γαελικός
γαελικός
Greek
Adjective
γαελικός • (gaelikós) m (feminine γαελική, neuter γαελικό)
- Gaelic, Celtic (relating to the Celtic people of Ireland, Scotland and the Isle of Man and their languages and customs)
Declension
positive forms of γαελικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαελικός | γαελική | γαελικό | γαελικοί | γαελικές | γαελικά |
genitive | γαελικού | γαελικής | γαελικού | γαελικών | γαελικών | γαελικών |
accusative | γαελικό | γαελική | γαελικό | γαελικούς | γαελικές | γαελικά |
vocative | γαελικέ | γαελική | γαελικό | γαελικοί | γαελικές | γαελικά |
Synonyms
- κέλτικος (kéltikos)