Definify.com

Definition 2024


γαλακτική

γαλακτική

Greek

Adjective

γαλακτική (galaktikí)

  1. Nominative feminine singular form of γαλακτικός (galaktikós).
  2. Accusative feminine singular form of γαλακτικός (galaktikós).
  3. Vocative feminine singular form of γαλακτικός (galaktikós).