Definify.com

Definition 2025


γαλακτικό

γαλακτικό

Greek

Adjective

γαλακτικό (galaktikó)

  1. Accusative masculine singular form of γαλακτικός (galaktikós).
  2. Nominative neuter singular form of γαλακτικός (galaktikós).
  3. Accusative neuter singular form of γαλακτικός (galaktikós).
  4. Vocative neuter singular form of γαλακτικός (galaktikós).