Definify.com

Definition 2024


γαλακτοκομική

γαλακτοκομική

Greek

Adjective

γαλακτοκομική (galaktokomikí)

  1. Nominative feminine singular form of γαλακτοκομικός (galaktokomikós).
  2. Accusative feminine singular form of γαλακτοκομικός (galaktokomikós).
  3. Vocative feminine singular form of γαλακτοκομικός (galaktokomikós).