Definify.com
Definition 2024
γαλοπούλο
γαλόπουλο
Greek
Noun
γαλόπουλο • (galópoulo) n (plural γαλόπουλα)
- a small turkey
Declension
declension of γαλόπουλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαλόπουλο | γαλόπουλα |
genitive | γαλόπουλου | γαλόπουλων |
accusative | γαλόπουλο | γαλόπουλα |
vocative | γαλόπουλο | γαλόπουλα |
Synonyms
- γαλοπούλο n (galopoúlo, “small turkey”)
Related terms
- see: γάλος m (gálos, “male turkey”)
See also
- διάνος m (diános, “male turkey”)