Definify.com
Definition 2025
γαρούφαλλο
γαρούφαλλο
Greek
Noun
γαρούφαλλο • (garoúfallo) n (plural γαρούφαλλα)
- (colloquial): Alternative form of γαρύφαλλο (garýfallo)
Declension
declension of γαρούφαλλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαρούφαλλο | γαρούφαλλα |
genitive | γαρούφαλλου / γαρουφάλλου | γαρούφαλλων / γαρουφάλλων |
accusative | γαρούφαλλο | γαρούφαλλα |
vocative | γαρούφαλλο | γαρούφαλλα |