Definify.com
Definition 2024
γαρύφαλλο
γαρύφαλλο
Greek
Alternative forms
- γαρύφαλο (garýfalo)
- (colloquial): γαρούφαλο (garoúfalo)
- (colloquial): γαρούφαλλο (garoúfallo)
Noun
γαρύφαλλο • (garýfallo) n (plural γαρύφαλλα)
Declension
declension of γαρύφαλλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαρύφαλλο | γαρύφαλλα |
genitive | γαρύφαλλου / γαρυφάλλου | γαρύφαλλων / γαρυφάλλων |
accusative | γαρύφαλλο | γαρύφαλλα |
vocative | γαρύφαλλο | γαρύφαλλα |
Related terms
- γαριφαλόδενδρο n (garifalódendro, “clove bush”)
- μοσχοκάρφι n (moschokárfi, “piece of dried clove”)
See also
- σκελίδα f (skelída, “clove of garlic”)
External links
- γαρύφαλλο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el