Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
γερμανικά
γερμανικά
Greek
Noun
γερμανικά
•
(
germaniká
)
n
pl
German
(
the language
)
Declension
γερμανικά
plural
nominative
γερμανικά
genitive
γερμανικών
accusative
γερμανικά
vocative
γερμανικά
Related terms
see:
Γερμανία
f
(
Germanía
,
“
Germany
”
)
Similar Results