Definify.com
Definition 2024
γνωρίζω
γνωρίζω
Ancient Greek
Verb
γνωρίζω • (gnōrízō)
Inflection
number | singular | dual | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
present | first | second | third | second | third | first | second | third | |
active | indicative | γνωρίζω | γνωρίζεις | γνωρίζει | γνωρίζετον | γνωρίζετον | γνωρίζομεν | γνωρίζετε | γνωρίζουσῐ(ν) |
subjunctive | γνωρίζω | γνωρίζῃς | γνωρίζῃ | γνωρίζητον | γνωρίζητον | γνωρίζωμεν | γνωρίζητε | γνωρίζωσῐ(ν) | |
optative | γνωρίζοιμῐ | γνωρίζοις | γνωρίζοι | γνωρίζοιτον | γνωριζοίτην | γνωρίζοιμεν | γνωρίζοιτε | γνωρίζοιεν | |
imperative | γνώριζε | γνωριζέτω | γνωρίζετον | γνωριζέτων | γνωρίζετε | γνωριζόντων | |||
middle/
passive |
indicative | γνωρίζομαι | γνωρίζει/ γνωρίζῃ |
γνωρίζεται | γνωρίζεσθον | γνωρίζεσθον | γνωριζόμεθᾰ | γνωρίζεσθε | γνωρίζονται |
subjunctive | γνωρίζωμαι | γνωρίζῃ | γνωρίζηται | γνωρίζησθον | γνωρίζησθον | γνωριζώμεθᾰ | γνωρίζησθε | γνωρίζωνται | |
optative | γνωριζοίμην | γνωρίζοιο | γνωρίζοιτο | γνωρίζοισθον | γνωριζοίσθην | γνωριζοίμεθᾰ | γνωρίζοισθε | γνωρίζοιντο | |
imperative | γνωρίζου | γνωριζέσθω | γνωρίζεσθον | γνωριζέσθων | γνωρίζεσθε | γνωριζέσθων | |||
active | middle/passive | ||||||||
infinitive | γνωρίζειν | γνωρίζεσθαι | |||||||
participle | γνωρίζων , γνωρίζουσᾰ , γνώριζον | γνωριζόμενος , γνωριζομένη , γνωριζόμενον |
Imperfect: γνώριζον, γνωριζόμην
number | singular | dual | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
imperfect | first | second | third | second | third | first | second | third | |
active | indicative | γνώριζον | γνώριζες | γνώριζε | γνωρίζετον | γνωριζέτην | γνωρίζομεν | γνωρίζετε | γνώριζον |
middle/ passive |
γνωριζόμην | γνωρίζου | γνωρίζετο | γνωρίζεσθον | γνωριζέσθην | γνωριζόμεθᾰ | γνωρίζεσθε | γνωρίζοντο |
Future: γνωριῶ, γνωριοῦμαι
number | singular | dual | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
future | first | second | third | second | third | first | second | third | |
active | indicative | γνωριῶ/ γνωριέω |
γνωριεῖς | γνωριεῖ | γνωριεῖτον | γνωριεῖτον | γνωριοῦμεν | γνωριεῖτε | γνωριοῦσῐ(ν) |
optative | γνωριοίην/ γνωριοῖμῐ |
γνωριοίης/ γνωριοῖς |
γνωριοίη/ γνωριοῖ |
γνωριοῖτον | γνωριοίτην | γνωριοῖμεν | γνωριοῖτε | γνωριοῖεν | |
middle | indicative | γνωριοῦμαι | γνωριῇ/ γνωριεῖ |
γνωριεῖται | γνωριεῖσθον | γνωριεῖσθον | γνωριούμεθᾰ | γνωριεῖσθε | γνωριοῦνται |
optative | γνωριοίμην | γνωριοῖο | γνωριοῖτο | γνωριοῖσθον | γνωριοίσθην | γνωριοίμεθᾰ | γνωριοῖσθε | γνωριοῖντο | |
active | middle | ||||||||
infinitive | γνωριεῖν | γνωριεῖσθαι | |||||||
participle | γνωριῶν , γνωριοῦσᾰ , γνωριοῦν | γνωριούμενος , γνωριουμένη , γνωριούμενον |
Aorist: ἐγνώρισα, ἐγνωρισάμην, ἐγνωρίσθην
number | singular | dual | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
aorist | first | second | third | second | third | first | second | third | |
active | indicative | ἐγνώρισα | ἐγνώρισας | ἐγνώρισε | ἐγνωρίσατον | ἐγνωρισάτην | ἐγνωρίσαμεν | ἐγνωρίσατε | ἐγνώρισαν |
subjunctive | γνωρίσω | γνωρίσῃς | γνωρίσῃ | γνωρίσητον | γνωρίσητον | γνωρίσωμεν | γνωρίσητε | γνωρίσωσῐ(ν) | |
optative | γνωρίσαιμῐ | γνωρίσαις/ γνωρίσειας |
γνωρίσαι/ γνωρίσειε |
γνωρίσαιτον | γνωρισαίτην | γνωρίσαιμεν | γνωρίσαιτε | γνωρίσαιεν/ γνωρίσειαν |
|
imperative | γνώρισον | γνωρισάτω | γνωρίσατον | γνωρισάτων | γνωρίσατε | γνωρισάντων | |||
middle | indicative | ἐγνωρισάμην | ἐγνωρίσω | ἐγνωρίσατο | ἐγνωρίσασθον | ἐγνωρισάσθην | ἐγνωρισάμεθα | ἐγνωρίσασθε | ἐγνωρίσαντο |
subjunctive | γνωρίσωμαι | γνωρίσῃ | γνωρίσηται | γνωρίσησθον | γνωρίσησθον | γνωρισώμεθα | γνωρίσησθε | γνωρίσωνται | |
optative | γνωρισαίμην | γνωρίσαιο | γνωρίσαιτο | γνωρίσαισθον | γνωρισαίσθην | γνωρισαίμεθα | γνωρίσαισθε | γνωρίσαιντο | |
imperative | γνώρισαι | γνωρισάσθω | γνωρίσασθον | γνωρισάσθων | γνωρίσασθε | γνωρισάσθων | |||
passive | indicative | ἐγνωρίσθην | ἐγνωρίσθης | ἐγνωρίσθη | ἐγνωρίσθητον | ἐγνωρισθήτην | ἐγνωρίσθημεν | ἐγνωρίσθητε | ἐγνωρίσθησαν |
subjunctive | γνωρισθῶ | γνωρισθῇς | γνωρισθῇ | γνωρισθῆτον | γνωρισθῆτον | γνωρισθῶμεν | γνωρισθῆτε | γνωρισθῶσῐ(ν) | |
optative | γνωρισθείην | γνωρισθείης | γνωρισθείη | γνωρισθεῖτον/ γνωρισθείητον |
γνωρισθείτην/ γνωρισθειήτην |
γνωρισθεῖμεν/ γνωρισθείημεν |
γνωρισθεῖτε/ γνωρισθείητε |
γνωρισθεῖεν/ γνωρισθείησαν |
|
imperative | γνωρίσθητι | γνωρισθήτω | γνωρίσθητον | γνωρισθήτων | γνωρίσθητε | γνωρισθέντων | |||
active | middle | passive | |||||||
infinitive | γνώρισαι | γνωρίσασθαι | γνωρισθῆναι | ||||||
participle | m | γνωρίσᾱς | γνωρισάμενος | γνωρισθείς | |||||
f | γνωρίσᾱσα | γνωρισαμένη | γνωρισθεῖσα | ||||||
n | γνώρισαν | γνωρισάμενον | γνωρισθέν |
Perfect: ἐγνώρικα, ἐγνώρισμαι
number | singular | dual | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
perfect | first | second | third | second | third | first | second | third | |
active | indicative | ἐγνώρικα | ἐγνώρικας | ἐγνώρικε | ἐγνωρίκατον | ἐγνωρίκατον | ἐγνωρίκαμεν | ἐγνωρίκατε | ἐγνωρίκασι(ν) |
subjunctive | ἐγνωρικὼς ὦ/ ἐγνωρίκω |
ἐγνωρικὼς ᾖς/ ἐγνωρίκῃς |
ἐγνωρικὼς ᾖ/ ἐγνωρίκῃ |
ἐγνωρικότε ἦτον/ ἐγνωρίκητον |
ἐγνωρικότε ἦτον/ ἐγνωρίκητον |
ἐγνωρικότες ὦμεν/ ἐγνωρίκωμεν |
ἐγνωρικότες ἦτε/ ἐγνωρίκητε |
ἐγνωρικότες ὦσι(ν)/ ἐγνωρίκωσι(ν) |
|
optative | ἐγνωρικὼς εἴην/ ἐγνωρίκοιμι/ ἐγνωρικοίην |
ἐγνωρικὼς εἴης/ ἐγνωρίκοις/ ἐγνωρικοίης |
ἐγνωρικὼς εἴη/ ἐγνωρίκοι/ ἐγνωρικοίη |
ἐγνωρικότε εἴητον/ ἐγνωρικότε εἶτον/ ἐγνωρίκοιτον |
ἐγνωρικὀτε εἰήτην/ ἐγνωρικότε εἴτην/ ἐγνωρικοίτην |
ἐγνωρικότες εἴημεν/ ἐγνωρικότες εἶμεν/ ἐγνωρίκοιμεν |
ἐγνωρικότες εἴητε/ ἐγνωρικότες εἶτε/ ἐγνωρίκοιτε |
ἐγνωρικότες εἴησαν/ ἐγνωρικότε εἶεν/ ἐγνωρίκοιεν |
|
imperative | ἐγνωρικὼς ἴσθι | ἐγνωρικὼς ἔστω | ἐγνωρικότε ἔστον | ἐγνωρικότε ἔστων | ἐγνωρικότες ἔστε | ἐγνωρικότες ὄντων | |||
middle/
passive |
indicative | ἐγνώρισμαι | ἐγνώρισαι | ἐγνώρισται | ἐγνώρισθον | ἐγνώρισθον | ἐγνωρίσμεθα | ἐγνώρισθε | ἐγνωρισμένοι εἰσί |
subjunctive | ἐγνωρισμένος ὦ | ἐγνωρισμένος ᾖς | ἐγνωρισμένος ᾖ | ἐγνωρισμένω ἦτον | ἐγνωρισμένω ἦτον | ἐγνωρισμένοι ὦμεν | ἐγνωρισμένοι ἦτε | ἐγνωρισμένοι ὦσι | |
optative | ἐγνωρισμένος εἴην | ἐγνωρισμένος εἴης | ἐγνωρισμένος εἴη | ἐγνωρισμένοι εἴητον/ ἐγνωρισμένοι εἶτον |
ἐγνωρισμένω εἰήτην/ ἐγνωρισμένω εἴτην |
ἐγνωρισμένοι εἴημεν/ ἐγνωρισμένοι εἶμεν |
ἐγνωρισμένοι εἴητε/ ἐγνωρισμένοι εἶτε |
ἐγνωρισμένοι εἴησαν/ ἐγνωρισμένοι εἶεν |
|
imperative | ἐγνώρισο | ἐγνωρίσθω | ἐγνώρισθον | ἐγνωρίσθων | ἐγνώρισθε | ἐγνωρίσθων | |||
active | middle/passive | ||||||||
infinitive | ἐγνωρικέναι | {{{7}}}σθαι | |||||||
participle | ἐγνωρικώς , ἐγνωρικυῖα , ἐγνωρικός | ἐγνωρισμένος , ἐγνωρισμένη , ἐγνωρισμένον |
References
- γνωρίζω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- γνωρίζω in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «γνωρίζω» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «γνωρίζω» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)
- “G1107”, in Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible, 1979
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [ɣno̞ˈrizo̞]
Verb
γνωρίζω • (gnorízo) (simple past γνώρισα, passive form γνωρίζομαι)
- know (something), be aware
- know (someone); get to know, meet
- introduce, make acquaintance
Conjugation
γνωρίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | γνωρίζω | γνώριζα | θα γνωρίζω | να γνωρίζω | |
2s | γνωρίζεις | γνώριζες | θα γνωρίζεις | να γνωρίζεις | γνώριζε |
3s | γνωρίζει | γνώριζε | θα γνωρίζει | να γνωρίζει | |
1p | γνωρίζουμε, γνωρίζομε | γνωρίζαμε | θα γνωρίζουμε, γνωρίζομε | να γνωρίζουμε, γνωρίζομε | |
2p | γνωρίζετε | γνωρίζατε | θα γνωρίζετε | να γνωρίζετε | γνωρίζετε |
3p | γνωρίζουν, γνωρίζουνε | γνώριζαν, γνωρίζαν, γνωρίζανε | θα γνωρίζουν, γνωρίζουνε | να γνωρίζουν, γνωρίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | γνωρίσω | γνώρισα | θα γνωρίσω | να γνωρίσω | |
2s | γνωρίσεις | γνώρισες | θα γνωρίσεις | να γνωρίσεις | γνώρισε |
3s | γνωρίσει | γνώρισε | θα γνωρίσει | να γνωρίσει | |
1p | γνωρίσουμε, γνωρίσομε | γνωρίσαμε | θα γνωρίσουμε, γνωρίσομε | να γνωρίσουμε, γνωρίσομε | |
2p | γνωρίσετε | γνωρίσατε | θα γνωρίσετε | να γνωρίσετε | γνωρίστε |
3p | γνωρίσουν, γνωρίσουνε | γνώρισαν, γνωρίσαν, γνωρίσανε | θα γνωρίσουν, γνωρίσουνε | να γνωρίσουν, γνωρίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω γνωρίσει | είχα γνωρίσει | θα έχω γνωρίσει | να έχω γνωρίσει | |
2s | έχεις γνωρίσει | είχες γνωρίσει | θα έχεις γνωρίσει | να έχεις γνωρίσει | |
3s | έχει γνωρίσει | είχε γνωρίσει | θα έχει γνωρίσει | να έχει γνωρίσει | |
1p | έχουμε γνωρίσει | είχαμε γνωρίσει | θα έχουμε γνωρίσει | να έχουμε γνωρίσει | |
2p | έχετε γνωρίσει | είχατε γνωρίσει | θα έχετε γνωρίσει | να έχετε γνωρίσει | |
3p | έχουν γνωρίσει | είχαν γνωρίσει | θα έχουν γνωρίσει | να έχουν γνωρίσει | |
Participle: | γνωρίζοντας | Non-finite ‡ | γνωρίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Derived terms
- αναγνωρίζω (anagnorízo, “to recognise”)
Related terms
- γνώση f (gnósi, “knowledge”)
- γνωστός (gnostós, “known”)
- γνωστός m (gnostós, “acquaintance”)
- γνώστης m (gnóstis, “expert”)
- γνώστρια f (gnóstria, “expert”)
See also
- ξέρω (xéro, “to know a fact”)