Definify.com
Definition 2025
γραμμάριο
γραμμάριο
Greek
Noun
γραμμάριο • (grammário) n (plural γραμμάρια)
- gram (SI unit of weight)
Declension
declension of γραμμάριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραμμάριο | γραμμάρια |
genitive | γραμμαρίου | γραμμαρίων |
accusative | γραμμάριο | γραμμάρια |
vocative | γραμμάριο | γραμμάρια |
Related terms
- χιλιόγραμμο n (chiliógrammo, “kilogram”)