Definify.com
Definition 2025
γραμμάρια
γραμμάρια
Greek
Noun
γραμμάρια • (grammária) n
- Nominative plural form of γραμμάριο (grammário).
- Accusative plural form of γραμμάριο (grammário).
- Vocative plural form of γραμμάριο (grammário).
γραμμάρια • (grammária) n