Definify.com
Definition 2024
γυμνοσάλιαγκας
γυμνοσάλιαγκας
Greek
Alternative forms
- γυμνοσάλιαγκος (gymnosáliankos)
Noun
γυμνοσάλιαγκας • (gymnosáliankas) m (plural γυμνοσάλιαγκες)
- slug (gastropod)
Declension
declension of γυμνοσάλιαγκας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γυμνοσάλιαγκας | γυμνοσάλιαγκες |
genitive | γυμνοσάλιαγκα | γυμνοσάλιαγκων |
accusative | γυμνοσάλιαγκα | γυμνοσάλιαγκες |
vocative | γυμνοσάλιαγκα | γυμνοσάλιαγκες |