Definify.com
Definition 2024
γυμνοσάλιαγκος
γυμνοσάλιαγκος
Greek
Noun
γυμνοσάλιαγκος • (gymnosáliankos) m (plural γυμνοσάλιαγκοι)
- Alternative form of γυμνοσάλιαγκας (gymnosáliankas)
Declension
declension of γυμνοσάλιαγκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γυμνοσάλιαγκος | γυμνοσάλιαγκοι |
genitive | γυμνοσάλιαγκου | γυμνοσάλιαγκων |
accusative | γυμνοσάλιαγκο | γυμνοσάλιαγκους |
vocative | γυμνοσάλιαγκε | γυμνοσάλιαγκοι |