Definify.com

Definition 2024


γυμνοσάλιαγκος

γυμνοσάλιαγκος

Greek

Noun

γυμνοσάλιαγκος (gymnosáliankos) m (plural γυμνοσάλιαγκοι)

  1. Alternative form of γυμνοσάλιαγκας (gymnosáliankas)

Declension