Definify.com
Definition 2024
γυναικείος
γυναικείος
Greek
Adjective
γυναικείος • (gynaikeíos) m (feminine γυναικεία, neuter γυναικείο)
Declension
positive forms of γυναικείος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γυναικείος | γυναικεία | γυναικείο | γυναικείοι | γυναικείες | γυναικεία |
genitive | γυναικείου | γυναικείας | γυναικείου | γυναικείων | γυναικείων | γυναικείων |
accusative | γυναικείο | γυναικεία | γυναικείο | γυναικείους | γυναικείες | γυναικεία |
vocative | γυναικείε | γυναικεία | γυναικείο | γυναικείοι | γυναικείες | γυναικεία |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γυναικείος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γυναικείος, etc.) |
See also
- θηλυκός (thilykós) (feminine gender, female person or animal)