Definify.com
Definition 2024
δίνω
δίνω
Greek
Alternative forms
- δίδω (dído)
Verb
δίνω • (díno) (simple past έδωσα, passive form δίνομαι)
- give (pass something; transfer ownership)
- Δίνει το βιβλίο. ― Dínei to vivlío. ― She gives the book.
- Δώσε μου λίγο το μολύβι σου. ― Dóse mou lígo to molývi sou. ― Give me your pencil.
- give, hold (an event)
- Η Ελένη έδωσε ένα πάρτι γενεθλίων. ― I Eléni édose éna párti genethlíon. ― Eleni held a birthday party.
Conjugation
δίνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δίνω | έδινα | θα δίνω | να δίνω | |
2s | δίνεις | έδινες | θα δίνεις | να δίνεις | δίνε |
3s | δίνει | έδινε | θα δίνει | να δίνει | |
1p | δίνουμε, δίνομε | δίναμε | θα δίνουμε, δίνομε | να δίνουμε, δίνομε | |
2p | δίνετε | δίνατε | θα δίνετε | να δίνετε | δίνετε |
3p | δίνουν, δίνουνε | έδιναν, δίναν, δίνανε | θα δίνουν, δίνουνε | να δίνουν, δίνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δώσω | έδωσα | θα δώσω | να δώσω | |
2s | δώσεις | έδωσες | θα δώσεις | να δώσεις | δώσε |
3s | δώσει | έδωσε | θα δώσει | να δώσει | |
1p | δώσουμε, δώσομε | δώσαμε | θα δώσουμε, δώσομε | να δώσουμε, δώσομε | |
2p | δώσετε | δώσατε | θα δώσετε | να δώσετε | δώστε |
3p | δώσουν, δώσουνε | έδωσαν, δώσαν, δώσανε | θα δώσουν, δώσουνε | να δώσουν, δώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δώσει | είχα δώσει | θα έχω δώσει | να έχω δώσει | |
2s | έχεις δώσει | είχες δώσει | θα έχεις δώσει | να έχεις δώσει | έχε δοσμένο |
3s | έχει δώσει | είχε δώσει | θα έχει δώσει | να έχει δώσει | |
1p | έχουμε δώσει | είχαμε δώσει | θα έχουμε δώσει | να έχουμε δώσει | |
2p | έχετε δώσει | είχατε δώσει | θα έχετε δώσει | να έχετε δώσει | έχετε δοσμένο |
3p | έχουν δώσει | είχαν δώσει | θα έχουν δώσει | να έχουν δώσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δοσμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δοσμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δοσμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δοσμένο | ||||
Participle: | δίνοντας | Non-finite ‡ | δώσει | 131, 1h | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
See also
- υποχωρώ (ypochoró, “to give way, to retreat”)