Definify.com

Definition 2024


δακτυλικός

δακτυλικός

Greek

Alternative forms

Adjective

δακτυλικός (daktylikós) m (feminine δακτυλική, neuter δακτυλικό)

  1. finger, digital
  2. (poetry) dactylic
    δακτυλικό εξάμετρο (dactylic hexameter)

Declension

Related terms