Definify.com

Definition 2024


δακτυλογραφούμαι

δακτυλογραφούμαι

Greek

Verb

δακτυλογραφούμαι (daktylografoúmai) (simple past δακτυλογραφήθηκα, active form δακτυλογραφώ, passive)

  1. passive of δακτυλογραφώ (daktylografó)

Conjugation