Definify.com
Definition 2025
δειγματίζω
δειγματίζω
Ancient Greek
Verb
δειγματίζω • (deigmatízō)
- I make an example of, expose, disgrace
- (intransitive) I appear
Inflection
| number | singular | dual | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| present | first | second | third | second | third | first | second | third | |
| active | indicative | δειγματίζω | δειγματίζεις | δειγματίζει | δειγματίζετον | δειγματίζετον | δειγματίζομεν | δειγματίζετε | δειγματίζουσῐ(ν) |
| subjunctive | δειγματίζω | δειγματίζῃς | δειγματίζῃ | δειγματίζητον | δειγματίζητον | δειγματίζωμεν | δειγματίζητε | δειγματίζωσῐ(ν) | |
| optative | δειγματίζοιμῐ | δειγματίζοις | δειγματίζοι | δειγματίζοιτον | δειγματιζοίτην | δειγματίζοιμεν | δειγματίζοιτε | δειγματίζοιεν | |
| imperative | δειγματῖζε | δειγματιζέτω | δειγματίζετον | δειγματιζέτων | δειγματίζετε | δειγματιζόντων | |||
| middle/
passive |
indicative | δειγματίζομαι | δειγματίζει/ δειγματίζῃ |
δειγματίζεται | δειγματίζεσθον | δειγματίζεσθον | δειγματιζόμεθᾰ | δειγματίζεσθε | δειγματίζονται |
| subjunctive | δειγματίζωμαι | δειγματίζῃ | δειγματίζηται | δειγματίζησθον | δειγματίζησθον | δειγματιζώμεθᾰ | δειγματίζησθε | δειγματίζωνται | |
| optative | δειγματιζοίμην | δειγματίζοιο | δειγματίζοιτο | δειγματίζοισθον | δειγματιζοίσθην | δειγματιζοίμεθᾰ | δειγματίζοισθε | δειγματίζοιντο | |
| imperative | δειγματίζου | δειγματιζέσθω | δειγματίζεσθον | δειγματιζέσθων | δειγματίζεσθε | δειγματιζέσθων | |||
| active | middle/passive | ||||||||
| infinitive | δειγματίζειν | δειγματίζεσθαι | |||||||
| participle | δειγματίζων , δειγματίζουσᾰ , δειγματῖζον | δειγματιζόμενος , δειγματιζομένη , δειγματιζόμενον | |||||||
Imperfect: ἐδειγμάτιζον, ἐδειγματιζόμην
| number | singular | dual | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| imperfect | first | second | third | second | third | first | second | third | |
| active | indicative | ἐδειγμάτιζον | ἐδειγμάτιζες | ἐδειγμάτιζε | ἐδειγματίζετον | ἐδειγματιζέτην | ἐδειγματίζομεν | ἐδειγματίζετε | ἐδειγμάτιζον |
| middle/ passive |
ἐδειγματιζόμην | ἐδειγματίζου | ἐδειγματίζετο | ἐδειγματίζεσθον | ἐδειγματιζέσθην | ἐδειγματιζόμεθᾰ | ἐδειγματίζεσθε | ἐδειγματίζοντο | |
Future: δειγματίσω, δειγματίσομαι
| number | singular | dual | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| future | first | second | third | second | third | first | second | third | |
| active | indicative | δειγματίσω | δειγματίσεις | δειγματίσει | δειγματίσετον | δειγματίσετον | δειγματίσομεν | δειγματίσετε | δειγματίσουσῐ(ν) |
| optative | δειγματίσοιμῐ | δειγματίσοις | δειγματίσοι | δειγματίσοιτον | δειγματισοίτην | δειγματίσοιμεν | δειγματίσοιτε | δειγματίσοιεν | |
| middle | indicative | δειγματίσομαι | δειγματίσει/ δειγματίσῃ |
δειγματίσεται | δειγματίσεσθον | δειγματίσεσθον | δειγματισόμεθᾰ | δειγματίσεσθε | δειγματίσονται |
| optative | δειγματισοίμην | δειγματίσοιο | δειγματίσοιτο | δειγματίσοισθον | δειγματισοίσθην | δειγματισοίμεθᾰ | δειγματίσοισθε | δειγματίσοιντο | |
| active | middle | ||||||||
| infinitive | δειγματίσειν | δειγματίσεσθαι | |||||||
| participle | δειγματίσων , δειγματίσουσᾰ , δειγματπῖσον | δειγματισόμενος , δειγματισομένη , δειγματισόμενον | |||||||
Aorist: ἐδειγμάτισα, ἐδειγματισάμην
| number | singular | dual | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| aorist | first | second | third | second | third | first | second | third | |
| active | indicative | ἐδειγμάτισα | ἐδειγμάτισας | ἐδειγμάτισε | ἐδειγματίσατον | ἐδειγματισάτην | ἐδειγματίσαμεν | ἐδειγματίσατε | ἐδειγμάτισαν |
| subjunctive | δειγματίσω | δειγματίσῃς | δειγματίσῃ | δειγματίσητον | δειγματίσητον | δειγματίσωμεν | δειγματίσητε | δειγματίσωσῐ(ν) | |
| optative | δειγματίσαιμῐ | δειγματίσαις/ δειγματίσειας |
δειγματίσαι/ δειγματίσειε |
δειγματίσαιτον | δειγματισαίτην | δειγματίσαιμεν | δειγματίσαιτε | δειγματίσαιεν/ δειγματίσειαν |
|
| imperative | δειγμάτισον | δειγματισάτω | δειγματίσατον | δειγματισάτων | δειγματίσατε | δειγματισάντων | |||
| middle | indicative | ἐδειγματισάμην | ἐδειγματίσω | ἐδειγματίσατο | ἐδειγματίσασθον | ἐδειγματισάσθην | ἐδειγματισάμεθα | ἐδειγματίσασθε | ἐδειγματίσαντο |
| subjunctive | δειγματίσωμαι | δειγματίσῃ | δειγματίσηται | δειγματίσησθον | δειγματίσησθον | δειγματισώμεθα | δειγματίσησθε | δειγματίσωνται | |
| optative | δειγματισαίμην | δειγματίσαιο | δειγματίσαιτο | δειγματίσαισθον | δειγματισαίσθην | δειγματισαίμεθα | δειγματίσαισθε | δειγματίσαιντο | |
| imperative | δειγμάτισαι | δειγματισάσθω | δειγματίσασθον | δειγματισάσθων | δειγματίσασθε | δειγματισάσθων | |||
| active | middle | ||||||||
| infinitive | δειγμάτισαι | δειγματίσασθαι | |||||||
| participle | m | δειγματίσᾱς | δειγματισάμενος | ||||||
| f | δειγματίσᾱσα | δειγματισαμένη | |||||||
| n | δειγμάτισαν | δειγματισάμενον | |||||||
References
- δειγματίζω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- δειγματίζω in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «δειγματίζω» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Bauer, Walter et al. (2001) A Greek-English Lexicon of the New Testament and Other Early Christian Literature, Third edition, Chicago: University of Chicago Press
- «δειγματίζω» in the Diccionario Griego–Español en línea (© 2006–2016)
- “G1165”, in Strong’s Exhaustive Concordance to the Bible, 1979
Greek
Verb
δειγματίζω • (deigmatízo) (simple past δειγμάτισα, passive form δειγματίζομαι)
Conjugation
δειγματίζω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δειγματίζω | δειγμάτιζα | θα δειγματίζω | να δειγματίζω | |
| 2s | δειγματίζεις | δειγμάτιζες | θα δειγματίζεις | να δειγματίζεις | δειγμάτιζε |
| 3s | δειγματίζει | δειγμάτιζε | θα δειγματίζει | να δειγματίζει | |
| 1p | δειγματίζουμε, δειγματίζομε | δειγματίζαμε | θα δειγματίζουμε, δειγματίζομε | να δειγματίζουμε, δειγματίζομε | |
| 2p | δειγματίζετε | δειγματίζατε | θα δειγματίζετε | να δειγματίζετε | δειγματίζετε |
| 3p | δειγματίζουν, δειγματίζουνε | δειγμάτιζαν, δειγματίζαν, δειγματίζανε | θα δειγματίζουν, δειγματίζουνε | να δειγματίζουν, δειγματίζουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δειγματίσω | δειγμάτισα | θα δειγματίσω | να δειγματίσω | |
| 2s | δειγματίσεις | δειγμάτισες | θα δειγματίσεις | να δειγματίσεις | δειγμάτισε |
| 3s | δειγματίσει | δειγμάτισε | θα δειγματίσει | να δειγματίσει | |
| 1p | δειγματίσουμε, δειγματίσομε | δειγματίσαμε | θα δειγματίσουμε, δειγματίσομε | να δειγματίσουμε, δειγματίσομε | |
| 2p | δειγματίσετε | δειγματίσατε | θα δειγματίσετε | να δειγματίσετε | δειγματίστε |
| 3p | δειγματίσουν, δειγματίσουνε | δειγμάτισαν, δειγματίσαν, δειγματίσανε | θα δειγματίσουν, δειγματίσουνε | να δειγματίσουν, δειγματίσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω δειγματίσει | είχα δειγματίσει | θα έχω δειγματίσει | να έχω δειγματίσει | |
| 2s | έχεις δειγματίσει | είχες δειγματίσει | θα έχεις δειγματίσει | να έχεις δειγματίσει | |
| 3s | έχει δειγματίσει | είχε δειγματίσει | θα έχει δειγματίσει | να έχει δειγματίσει | |
| 1p | έχουμε δειγματίσει | είχαμε δειγματίσει | θα έχουμε δειγματίσει | να έχουμε δειγματίσει | |
| 2p | έχετε δειγματίσει | είχατε δειγματίσει | θα έχετε δειγματίσει | να έχετε δειγματίσει | |
| 3p | έχουν δειγματίσει | είχαν δειγματίσει | θα έχουν δειγματίσει | να έχουν δειγματίσει | |
| Participle: | δειγματίζοντας | Non-finite ‡ | δειγματίσει | 33, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- δείγμα n (deígma, “sample”)