Definify.com
Definition 2024
δεκάλεπτος
δεκάλεπτος
Greek
Adjective
δεκάλεπτος • (dekáleptos) m (feminine δεκάλεπτή, neuter δεκάλεπτος)
- ten minute
- δεκάλεπτο διάλειμμα ― dekálepto diáleimma ― a ten-minute break
- Βγες για μια δεκάλεπτη βόλτα. ― Vges gia mia dekálepti vólta. ― Go for a ten-minute walk.
Declension
positive forms of δεκάλεπτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δεκάλεπτος | δεκάλεπτη | δεκάλεπτο | δεκάλεπτοι | δεκάλεπτες | δεκάλεπτα |
genitive | δεκάλεπτου | δεκάλεπτης | δεκάλεπτου | δεκάλεπτων | δεκάλεπτων | δεκάλεπτων |
accusative | δεκάλεπτο | δεκάλεπτη | δεκάλεπτο | δεκάλεπτους | δεκάλεπτες | δεκάλεπτα |
vocative | δεκάλεπτε | δεκάλεπτη | δεκάλεπτο | δεκάλεπτοι | δεκάλεπτες | δεκάλεπτα |
Related terms
- δεκάλεπτο n (dekálepto, “ten minutes”)