Definify.com

Definition 2024


δεκάλεπτος

δεκάλεπτος

Greek

Adjective

δεκάλεπτος (dekáleptos) m (feminine δεκάλεπτή, neuter δεκάλεπτος)

  1. ten minute
    δεκάλεπτο διάλειμμαdekálepto diáleimma ― a ten-minute break
    Βγες για μια δεκάλεπτη βόλτα.Vges gia mia dekálepti vólta. ― Go for a ten-minute walk.

Declension

Related terms