Definify.com
Definition 2024
δελεάζω
δελεάζω
Greek
Verb
δελεάζω • (deleázo) (simple past δελέασα, passive form δελεάζομαι)
Conjugation
δελεάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δελεάζω | δελέαζα | θα δελεάζω | να δελεάζω | |
2s | δελεάζεις | δελέαζες | θα δελεάζεις | να δελεάζεις | δελέαζε |
3s | δελεάζει | δελέαζε | θα δελεάζει | να δελεάζει | |
1p | δελεάζουμε, δελεάζομε | δελεάζαμε | θα δελεάζουμε, δελεάζομε | να δελεάζουμε, δελεάζομε | |
2p | δελεάζετε | δελεάζατε | θα δελεάζετε | να δελεάζετε | δελεάζετε |
3p | δελεάζουν, δελεάζουνε | δελέαζαν, δελεάζαν, δελεάζανε | θα δελεάζουν, δελεάζουνε | να δελεάζουν, δελεάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δελεάσω | δελέασα | θα δελεάσω | να δελεάσω | |
2s | δελεάσεις | δελέασες | θα δελεάσεις | να δελεάσεις | δελέασε |
3s | δελεάσει | δελέασε | θα δελεάσει | να δελεάσει | |
1p | δελεάσουμε, δελεάσομε | δελεάσαμε | θα δελεάσουμε, δελεάσομε | να δελεάσουμε, δελεάσομε | |
2p | δελεάσετε | δελεάσατε | θα δελεάσετε | να δελεάσετε | δελεάστε |
3p | δελεάσουν, δελεάσουνε | δελέασαν, δελεάσαν, δελεάσανε | θα δελεάσουν, δελεάσουνε | να δελεάσουν, δελεάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δελεάσει | είχα δελεάσει | θα έχω δελεάσει | να έχω δελεάσει | |
2s | έχεις δελεάσει | είχες δελεάσει | θα έχεις δελεάσει | να έχεις δελεάσει | έχε δελεασμένο |
3s | έχει δελεάσει | είχε δελεάσει | θα έχει δελεάσει | να έχει δελεάσει | |
1p | έχουμε δελεάσει | είχαμε δελεάσει | θα έχουμε δελεάσει | να έχουμε δελεάσει | |
2p | έχετε δελεάσει | είχατε δελεάσει | θα έχετε δελεάσει | να έχετε δελεάσει | έχετε δελεασμένο |
3p | έχουν δελεάσει | είχαν δελεάσει | θα έχουν δελεάσει | να έχουν δελεάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δελεασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δελεασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δελεασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δελεασμένο | ||||
Participle: | δελεάζοντας | Non-finite ‡ | δελεάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||