Definify.com
Definition 2025
δηλώνω
δηλώνω
Greek
Verb
δηλώνω • (dilóno) (simple past δήλωσα, passive form δηλώνομαι)
Conjugation
δηλώνω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δηλώνω | δήλωνα | θα δηλώνω | να δηλώνω | |
| 2s | δηλώνεις | δήλωνες | θα δηλώνεις | να δηλώνεις | δήλωνε |
| 3s | δηλώνει | δήλωνε | θα δηλώνει | να δηλώνει | |
| 1p | δηλώνουμε, δηλώνομε | δηλώναμε | θα δηλώνουμε, δηλώνομε | να δηλώνουμε, δηλώνομε | |
| 2p | δηλώνετε | δηλώνατε | θα δηλώνετε | να δηλώνετε | δηλώνετε |
| 3p | δηλώνουν, δηλώνουνε | δήλωναν, δηλώναν, δηλώνανε | θα δηλώνουν, δηλώνουνε | να δηλώνουν, δηλώνουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | δηλώσω | δήλωσα | θα δηλώσω | να δηλώσω | |
| 2s | δηλώσεις | δήλωσες | θα δηλώσεις | να δηλώσεις | δήλωσε |
| 3s | δηλώσει | δήλωσε | θα δηλώσει | να δηλώσει | |
| 1p | δηλώσουμε, δηλώσομε | δηλώσαμε | θα δηλώσουμε, δηλώσομε | να δηλώσουμε, δηλώσομε | |
| 2p | δηλώσετε | δηλώσατε | θα δηλώσετε | να δηλώσετε | δηλώστε |
| 3p | δηλώσουν, δηλώσουνε | δήλωσαν, δηλώσαν, δηλώσανε | θα δηλώσουν, δηλώσουνε | να δηλώσουν, δηλώσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω δηλώσει | είχα δηλώσει | θα έχω δηλώσει | να έχω δηλώσει | |
| 2s | έχεις δηλώσει | είχες δηλώσει | θα έχεις δηλώσει | να έχεις δηλώσει | έχε δηλωμένο |
| 3s | έχει δηλώσει | είχε δηλώσει | θα έχει δηλώσει | να έχει δηλώσει | |
| 1p | έχουμε δηλώσει | είχαμε δηλώσει | θα έχουμε δηλώσει | να έχουμε δηλώσει | |
| 2p | έχετε δηλώσει | είχατε δηλώσει | θα έχετε δηλώσει | να έχετε δηλώσει | έχετε δηλωμένο |
| 3p | έχουν δηλώσει | είχαν δηλώσει | θα έχουν δηλώσει | να έχουν δηλώσει | |
| Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δηλωμένο | ||||
| pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δηλωμένο | ||||
| future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δηλωμένο | ||||
| subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δηλωμένο | ||||
| Participle: | δηλώνοντας | Non-finite ‡ | δηλώσει | 3, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Synonyms
- ανακοινώνω (anakoinóno, “to announce”)
- διακηρύσσω (diakirýsso, “to announce, to declare”)