Definify.com
Definition 2024
δημαρχία
δημαρχία
Greek
Noun
δημαρχία • (dimarchía) f (plural δημαρχίες)
- mayoralty (office or term of office of a mayor)
- Αυτό χτίστηκε υπό την προηγούμενη δημαρχία. ― Aftó chtístike ypó tin proigoúmeni dimarchía. ― That was built under the previous mayoralty.
- Επειδή παραιτήθηκε ο δήμαρχος, ο αντιδήμαρχος ασκεί την δημαρχία. ― Epeidí paraitíthike o dímarchos, o antidímarchos askeí tin dimarchía. ― Because the mayor resigned, the deputy mayor is exercising the mayoralty.
- (figuratively) town hall, city hall (building that houses the government offices of a municipality, town or city)
- Αύριο θα υπάρξει μια μικρή διαδήλωση έξω από τη δημαρχία. ― Ávrio tha ypárxei mia mikrí diadílosi éxo apó ti dimarchía. ― Tomorrow, there'll be a small protest outside the town hall.
Declension
declension of δημαρχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημαρχία | δημαρχίες |
genitive | δημαρχίας | δημαρχιών |
accusative | δημαρχία | δημαρχίες |
vocative | δημαρχία | δημαρχίες |
Synonyms
- δημαρχιλίκι n (dimarchilíki, “mayoralty”) (colloquial)
- δημαρχείο n (dimarcheío, “town hall, city hall”)