Definify.com

Definition 2024


δημαρχία

δημαρχία

Greek

Noun

δημαρχία (dimarchía) f (plural δημαρχίες)

  1. mayoralty (office or term of office of a mayor)
    Αυτό χτίστηκε υπό την προηγούμενη δημαρχία.Aftó chtístike ypó tin proigoúmeni dimarchía. ― That was built under the previous mayoralty.
    Επειδή παραιτήθηκε ο δήμαρχος, ο αντιδήμαρχος ασκεί την δημαρχία.Epeidí paraitíthike o dímarchos, o antidímarchos askeí tin dimarchía. ― Because the mayor resigned, the deputy mayor is exercising the mayoralty.
  2. (figuratively) town hall, city hall (building that houses the government offices of a municipality, town or city)
    Αύριο θα υπάρξει μια μικρή διαδήλωση έξω από τη δημαρχία.Ávrio tha ypárxei mia mikrí diadílosi éxo apó ti dimarchía. ― Tomorrow, there'll be a small protest outside the town hall.

Declension

Synonyms

  • δημαρχιλίκι n (dimarchilíki, mayoralty) (colloquial)
  • δημαρχείο n (dimarcheío, town hall, city hall)

Related terms

  • δήμαρχος m f (dímarchos, mayor)
  • δημαρχίνα f (dimarchína, female mayor) (colloquial)
  • δημαρχεύω (dimarchévo, to deputise/act as mayor)