Definify.com
Definition 2025
δημιουργούμαι
δημιουργούμαι
Greek
Verb
δημιουργούμαι • (dimiourgoúmai) (simple past δημιουργήθηκα, active form δημιουργώ, passive)
- be created
Conjugation
δημιουργούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δημιουργούμαι | δημιουργιόμουν, δημιουργιόμουνα | θα δημιουργούμαι | να δημιουργούμαι | |
2s | δημιουργείσαι | δημιουργιόσουν, δημιουργιόσουνα | θα δημιουργείσαι | να δημιουργείσαι | — |
3s | δημιουργείται | δημιουργιόταν, δημιουργιότανε | θα δημιουργείται | να δημιουργείται | |
1p | δημιουργούμαστε, δημιουργόμαστε | δημιουργιόμαστε, δημιουργιόμασταν | θα δημιουργούμαστε | να δημιουργούμαστε | |
2p | δημιουργείστε, δημιουργόσαστε | δημιουργιόσαστε, δημιουργιόσασταν | θα δημιουργείστε | να δημιουργείστε | δημιουργείστε |
3p | δημιουργούνται | δημιουργιόνταν, δημιουργιούνταν, δημιουργιόντουσαν, δημιουργιόντανε | θα δημιουργούνται | να δημιουργούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δημιουργηθώ | δημιουργήθηκα | θα δημιουργηθώ | να δημιουργηθώ | |
2s | δημιουργηθείς | δημιουργήθηκες | θα δημιουργηθείς | να δημιουργηθείς | δημιουργήσου |
3s | δημιουργηθεί | δημιουργήθηκε | θα δημιουργηθεί | να δημιουργηθεί | |
1p | δημιουργηθούμε | δημιουργηθήκαμε | θα δημιουργηθούμε | να δημιουργηθούμε | |
2p | δημιουργηθείτε | δημιουργηθήκατε | θα δημιουργηθείτε | να δημιουργηθείτε | δημιουργηθείτε |
3p | δημιουργηθούν, δημιουργηθούνε | δημιουργήθηκαν, δημιουργηθήκανε, δημιουργηθήκαν | θα δημιουργηθούν, θα δημιουργηθούνε | να δημιουργηθούν, να δημιουργηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δημιουργηθεί | είχα δημιουργηθεί | θα έχω δημιουργηθεί | να έχω δημιουργηθεί | |
2s | έχεις δημιουργηθεί | είχες δημιουργηθεί | θα έχεις δημιουργηθεί | να έχεις δημιουργηθεί | |
3s | έχει δημιουργηθεί | είχε δημιουργηθεί | θα έχει δημιουργηθεί | να έχει δημιουργηθεί | |
1p | έχουμε δημιουργηθεί | είχαμε δημιουργηθεί | θα έχουμε δημιουργηθεί | να έχουμε δημιουργηθεί | |
2p | έχετε δημιουργηθεί | είχατε δημιουργηθεί | θα έχετε δημιουργηθεί | να έχετε δημιουργηθεί | |
3p | έχουν δημιουργηθεί | είχαν δημιουργηθεί | θα έχουν δημιουργηθεί | να έχουν δημιουργηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | δημιουργηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||