Definify.com
Definition 2024
δημοπρασία
δημοπρασία
Greek
Noun
δημοπρασία • (dimoprasía) f (plural δημοπρασίες)
- auction (public sales event)
Declension
declension of δημοπρασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοπρασία | δημοπρασίες |
genitive | δημοπρασίας | δημοπρασιών |
accusative | δημοπρασία | δημοπρασίες |
vocative | δημοπρασία | δημοπρασίες |
Synonyms
- πλειστηριασμός m (pleistiriasmós)