Definify.com
Definition 2025
πλειστηριασμός
πλειστηριασμός
Greek
Noun
πλειστηριασμός • (pleistiriasmós) m (plural πλειστηριασμοί)
Declension
declension of πλειστηριασμός
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πλειστηριασμός | πλειστηριασμοί |
| genitive | πλειστηριασμού | πλειστηριασμών |
| accusative | πλειστηριασμό | πλειστηριασμούς |
| vocative | πλειστηριασμέ | πλειστηριασμοί |
Synonyms
- δημοπρασία f (dimoprasía)