Definify.com

Definition 2024


πλειστηριασμοί

πλειστηριασμοί

Greek

Noun

πλειστηριασμοί (pleistiriasmoí) m

  1. Nominative plural form of πλειστηριασμός (pleistiriasmós).
  2. Vocative plural form of πλειστηριασμός (pleistiriasmós).