Definify.com
Definition 2024
πλειστηριασμοί
πλειστηριασμοί
Greek
Noun
πλειστηριασμοί • (pleistiriasmoí) m
- Nominative plural form of πλειστηριασμός (pleistiriasmós).
- Vocative plural form of πλειστηριασμός (pleistiriasmós).
πλειστηριασμοί • (pleistiriasmoí) m