Definify.com

Definition 2024


διαβεβαιώνομαι

διαβεβαιώνομαι

Greek

Verb

διαβεβαιώνομαι (diavevaiónomai) (simple past διαβεβαιώθηκα, active form διαβεβαιώνω, passive)

  1. passive of διαβεβαιώνω (diavevaióno)

Conjugation