Definify.com
Definition 2025
διαδραστικός
διαδραστικός
Greek
Adjective
διαδραστικός • (diadrastikós) m (feminine διαδραστική, neuter διαδραστικό)
Declension
positive forms of διαδραστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διαδραστικός | διαδραστική | διαδραστικό | διαδραστικοί | διαδραστικές | διαδραστικά |
| genitive | διαδραστικού | διαδραστικής | διαδραστικού | διαδραστικών | διαδραστικών | διαδραστικών |
| accusative | διαδραστικό | διαδραστική | διαδραστικό | διαδραστικούς | διαδραστικές | διαδραστικά |
| vocative | διαδραστικέ | διαδραστική | διαδραστικό | διαδραστικοί | διαδραστικές | διαδραστικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαδραστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαδραστικός, etc.) |
|||||